οσφρητικός

οσφρητικός
-ή, -ό (Α ὀσφρητικός, -ή, -όν) [οσφρητός]
σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.)
νεοελλ.
(φυσιολ.-ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» — το σύνολο τών ανατομικών στοιχείων τα οποία χρησιμεύουν για την όσφρηση
β. «οσφρητικό νεύρο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οσφρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην όσφρηση: Οσφρητικά νεύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀσφρητικῶν — ὀσφρητικός fem gen pl ὀσφρητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικόν — ὀσφρητικός masc acc sg ὀσφρητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικαῖς — ὀσφρητικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοῖς — ὀσφρητικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοί — ὀσφρητικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικοῦ — ὀσφρητικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικούς — ὀσφρητικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητικῆς — ὀσφρητικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητική — ὀσφρητικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”